Λίστα προϊόντων κατά ζωγράφο Gerome Jean-Leon
Ο Ζαν-Λεόν Ζερόμ (Jean-Léon Gérôme, Βεζούλ 1824 – Παρίσι 1904) ήταν Γάλλος ζωγράφος και ακαδημαϊκός, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της τελευταίας φάσης του νεοκλασικισμού στη Γαλλία, συνδυάζοντας τις νεοκλασικές ιδέες με την οριενταλιστική εικονογραφία. Στο εύρος τού έργου του περιλαμβάνονται ιστορική ζωγραφική, αλλά και θέματα από την Ελληνική μυθολογία φέρνοντας την Ακαδημαϊκή ζωγραφική[2] παράδοση σε μια καλλιτεχνική κορύφωση.
Ο Ζαν-Λεόν Ζερόμ ήταν γιος χρυσοχόου, πήγε σχολείο στη Βεζούλ (Vesoul)[3] και μαθήτευσε στο εργαστήριο του Πωλ Ντελαρός (Paul Delaroche, 1797 - 1859) στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού το 1842. Στη συνέχεια, το 1844, σπούδασε κοντά στον Σαρλ Γκλερ (Charles Gleyre, 1818 - 1874), αλλά μόνο για τρεις μήνες. Αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου παρέμεινε για ένα χρόνο. Ο Ζερόμ, ως ένθερμος οπαδός του Νεοκλασικισμού, τέθηκε επικεφαλής μιας ομάδας νέων καλλιτεχνών, γνωστής ως «Οι Νεοέλληνες», οι οποίοι συγκεντρώνονταν στο ιστορικό Καφέ Λε Προκόπ (Café Le Procope) του Μονπαρνάς.
Κατά τη διάρκεια της Ιουλιανής Μοναρχίας στη Γαλλία, η «επίσημη» φιλοσοφία για την τέχνη ήταν η αποκαλούμενη "juste milieu" (προφέρεται ζυστ μιλιέ), δηλαδή ένας ενδιάμεσος συνδυασμός νεοκλασικών ιδεών και ενός ανερχόμενου ρομαντισμού, αλλά και ενός συγκαλυμμένου ερωτισμού, πολύ δημοφιλούς στα κοινωνικά στρώματα της παρισινής μπουρζουαζίας. Η φιλοσοφία αυτή βρήκε την πραγμάτωσή της στον πίνακα του Ζερόμ «Η Κοκορομαχία» (1847), έξοχο δείγμα νεοκλασικής τεχνοτροπίας, για τον οποίο τιμήθηκε με μετάλλιο, όταν εκτέθηκε στο Σαλόν του 1847 στο Παρίσι.
Το 1852, ο Ζερόμ έφυγε για τη Ρωσία, λόγω όμως του επικείμενου πολέμου, κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή ήταν η πρώτη του γνωριμία με την Ανατολή. Τον επόμενο χρόνο ταξίδεψε στη Γερμανία και την Ουγγαρία, όπου κάνοντας ένα σταθμό, ζωγράφισε το στρατόπεδο των Ρώσων στρατιωτών, που εκτέθηκε στο Σαλόν του 1854.
Στην Παγκόσμια Έκθεση του 1855 στο Παρίσι, ο Ζερόμ καθιερώθηκε ως ο ηγέτης των Γάλλων Οριενταλιστών. Την επομένη χρονιά ταξίδεψε στην Αίγυπτο μαζί με το θεατρικό συγγραφέα Εμίλ Ωζιέ (Emile Augier, 1820 – 1889), τον γλύπτη Ωγκύστ Μπαρτολντί (Auguste Bartholdi, 1834 – 1904, που έχει φιλοτεχνήσει το Άγαλμα της Ελευθερίας στο λιμάνι της Νέας Υόρκης) και άλλους φίλους του ζωγράφους, διέπλευσε επανειλημμένα το Νείλο και παρέμεινε για τέσσερις μήνες στο Κάιρο. Το ταξίδι αυτό ήταν καθοριστικό για τον Ζερόμ, που ήρθε σε άμεση επαφή με το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα μιας χώρας, που τόσο πολύ τον ενέπνευσε στο έργο του. Με τις εμπειρίες από το ταξίδι του αυτό, ο Ζερόμ φιλοτέχνησε πολλούς πίνακες, με μια νέα καλλιτεχνική προσέγγιση, όπως «Αρναούτες που παίζουν σκάκι» (1859) και «Το φρουραρχείο των Αρναουτών στο Κάιρο» (1861).
Όταν ο Ζερόμ επέστρεψε στο εργαστήριό του στην οδό Νοτρ-Νταμ-ντε-Σαμπ (Notre-Dame-des-Champs) στο Παρίσι, τον επισκέφτηκε σ’ αυτό ο Θεόφιλος Γκωτιέ, ο οποίος με έκπληξη διαπίστωσε το πλήθος των σχεδίων που είχε φιλοτεχνήσει ο ακούραστος αυτός «καλλιτέχνης-ταξιδευτής». Το 1862, όταν ο Ζερόμ επέστρεψε στην Αίγυπτο, επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην οριενταλιστική τέχνη. Πήγε ακόμη στη Συρία και την Ιερουσαλήμ, διευρύνοντας έτσι το πεδίο της «ανθρωπολογικής» εμπειρίας του. Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι το 1863, ο Ζερόμ παντρεύτηκε τη Μαρί Γκουπίλ (Marie Goupil, 1842 - 1912), κόρη ενός πλούσιου και με μεγάλο κύρος εμπόρου τέχνης. Την ίδια χρονιά εξέθεσε στο Σαλόν το έργο του «Ο Δεσμώτης» (1863, Μουσείο Καλών Τεχνών, Νάντη). Το 1864 έγινε καθηγητής στην νεοσυσταθείσα τότε Σχολή Καλών Τεχνών (École des Beaux-Arts).[4]
Το 1868, ο Ζερόμ ξεκίνησε μια μεγάλη περιοδεία στην Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία μαζί με το συγγραφέα Εντμόν Αμπού (Edmond About, 1828 - 1885). Ταξίδεψαν γύρω από τη Νεκρή Θάλασσα, επισκέφτηκαν το Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, δέχτηκαν επίθεση από ληστές στην Πέτρα της Ιορδανίας και κατέληξαν στην Ιερουσαλήμ, όπου ο Ζερόμ ζωγράφισε το «Γολγοθά», που εκτέθηκε στο Σαλόν του 1868.
Ο Ζερόμ επέστρεψε και πάλι στην Αίγυπτο, όπου παραβρέθηκε στη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ το 1869. Επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο. Αργότερα πραγματοποίησε πολλά ακόμη ταξίδια στην Τουρκία (1871), την Ισπανία και την Αλγερία (1873), ξανά στην Τουρκία, την Ελλάδα και την Παλαιστίνη (1879 – 1880). Η γοητεία της Ανατολής κεντρίζει το ενδιαφέρον του και επικεντρώνει στα επόμενα χρόνια σε οριενταλιστικής φύσης πίνακες, με ερωτικά θέματα, γυμνότητα γυναικείων σωμάτων και ατμόσφαιρα αισθησιασμού. Το 1865 εξελέγη μέλος του Ινστιτούτου της Γαλλίας (Institute de France). Πέθανε το 1904 σε ηλικία 79 ετών και ο τάφος του βρίσκεται στο Κοιμητήριο της Μονμάρτρης (Cimetière de Montmartre).